- αρχαιοδίφης
- ο исследователь старины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρχαιοδίφης — ο αυτός που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της αρχαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. γλωσσοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη] … Dictionary of Greek
αρχαιοδίφης — ο αυτός που ερευνά και μελετά την αρχαιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek
γλωσσοδίφης — ο αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
Μόμσεν — (Mommsen). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γερμανών λογίων. 1. Άουγκουστ (1821 – 1913). Αρχαιοδίφης και φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής των ελληνικών σε γερμανικά σχολεία και ασχολήθηκε με συστηματικές έρευνες για τη χρονολογία και το εορτολόγιο των … Dictionary of Greek